Π.Σ.Π.Θ.
Το Πειραματικό της μνήμης
Βασίλειος Ν. Τατάκης
Μόλις έφτασα, πήγα στο Πειραματικό να αναλάβω υπηρεσία. Και να ποια κατάσταση βρήκα. […] Στο επάνω μέρος ενός μεγάλου περιφραγμένου οικοπέδου ήταν ένα σαθρό αρχοντικό τούρκικο σπίτι. Πιο πέρα απ’ αυτό σε ίσια γραμμή δυο συνεχόμενες πρόχειρα χτισμένες αίθουσες για τις δυο πρώτες τάξεις, την πρώτη Δημοτικού και την πρώτη Γυμνασίου, που θα λειτουργούσαν τώρα αμέσως. Όλο το άλλο οικόπεδο χέρσο, με πυκνή βλάστηση και μερικά μεγάλα αυτοφυή δέντρα. Το μεγάλο τούτο οικόπεδο ήταν το μόνο ευχάριστο. Εδώ θα μπορέσει, σκέφτηκα, άνετα να αναπτυχθεί το σχολείο. Μετά την πρώτη και γρήγορη τούτη επισκόπηση αγόρασα από γειτονικό περίπτερο μελάνι, μια πένα, λίγο χαρτί και ανέφερα με τηλεγράφημα στο Υπουργείο ότι “προσελθών ανέλαβα την Διεύθυνσιν του Πειραματικού… Θεσσαλονίκης”. Με το τηλεγράφημά μου άρχιζε και διοικητικά η ύπαρξη και η ζωή του σχολείου, που με φωτισμένο νου από καιρό την προετοίμαζε ο Δελμούζος. Δεν ήταν μικρό πράγμα η εξασφάλιση του παραπάνω οικοπέδου στο κέντρο της πόλεως, λίγο πιο πάνω από την Αχειροποίητο και όχι μακριά από το Πανεπιστήμιο. Είχε ακόμη από καιρό πείσει ο Δελμούζος τον αείμνηστο Πικιώνη να εκπονήσει το σχέδιο του σχολείου. Είναι γνωστή η καλλιτεχνική ευαισθησία και ευσυνειδησία του εξαίρετου εκείνου καλλιτέχνη. Έκαμε ειδικό ταξίδι και στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία για να μελετήσει την αρχιτεκτονική παράδοση της Μακεδονίας και να εμπνευσθεί από αυτήν στη σύλληψη της αρχιτεκτονικής μορφής του κτιρίου. […] Μετά την απάντησή μου άρχισε η πρώτη συνεργασία με τον Δελμούζο. Επιλέξαμε τα πρώτα μέλη του προσωπικού, τη δασκάλα Αλεξάνδρα Κεσσανλή και το φιλόλογο Γ. Θέμελη. Πολύ εκλεκτοί και οι δυο συνεργάτες στους οποίους πολλά οφείλει η οργάνωση της λειτουργίας του Πειραματικού μας. Μια επίσκεψή μας έπειτα στο γυμνασιάρχη Μικρού έλυσε επείγοντα προβλήματα, όπως το θέμα των θρανίων -μας εδάνεισε δεκαπέντε δίεδρα, όσα ακριβώς εχρειάζοντο για τους τριάντα μαθητές της πρώτης Γυμνασίου- και το σπουδαιότερο, δέχτηκε να βοηθήσει πρόθυμα στη μετεγγραφή μαθητών. Ήταν ο μόνος τρόπος για τον πρώτο χρόνο να έχομε μαθητές. Μας ήλθαν και από άλλα Γυμνάσια παιδιά. Ανάλογες ευκολίες μάς έκαμε και το πρότυπο Δημοτικό Σχολείο που ήταν απέναντι στο δικό μας για τα παιδιά της πρώτης Δημοτικού. […] Πρέπει να σημειώσω αμέσως δυο πράγματα. Οι συνεδριάσεις μας -συχνές και πολλές και μάλιστα κατά τα δυο πρώτα έτη- ήταν συνεδριάσεις ας τις πούμε παιδαγωγικές, με θέματα που αναφέρονταν στην οργάνωση και λειτουργία του σχολείου, στο μαθητή, στο δάσκαλο, στη σχολική ζωή, στο σχολικό βιβλίο, τη σχολική βιβλιοθήκη και άλλα πολλά. […] Το δεύτερο που κρίνω καλό να σημειώσω είναι η σημασία που από την πρώτη στιγμή έδωσεν ο Δελμούζος στην τήρηση των πρακτικών. Το βιβλίο των πρακτικών έπρεπε να εικονίζει σωστά την πνευματική πορεία και ιστορία του σχολείου. […] Και οι συζητήσεις και εισηγήσεις των συνεδριάσεων γίνονταν στη δημοτική; στη δημοτική έγραφα κι εγώ τα πρακτικά. […] Όταν σε λίγες μέρες ήμασταν έτοιμοι, έγινε η έναρξη των μαθημάτων με σεμνότητα, σε ατμόσφαιρα οικειότητας, οικογενειακή θα λέγαμε. Είναι ο τόνος που θα επιδιώκαμε με προσοχή να έχει η ζωή του σχολείου. Μετά τον αγιασμό από τον εφημέριο της Αχειροποιήτου και τις θερμές ευχές που ο ίδιος έδωσε στα παιδιά μας και σε μας τους δασκάλους των, καλωσόρισα εγώ με λίγα ζεστά και καθαρά λόγια τα παιδιά μας. Μπήκαν έπειτα στην τάξη τους (πρώτη Δημοτικού, πρώτη Γυμνασίου) και άρχισαν την πρώτη ημέρα τους στο νέο τους σχολείο. […]
Χρέος μου θεωρώ να σημειώσω ότι στο μέγιστο μέρος οι εκπαιδευτικοί που τοποθετήσαμε στο Πειραματικό ώς το 1938 φάνηκαν αντάξιοι των προσδοκιών μας. Με ενθουσιασμό, ζήλο και γνώση, αναδείχτηκαν σωστοί στυλοβάτες. Αναφέρω μερικά ονόματα: στο Δημοτικό, την Αλ. Κεσσανλή, τη Θεανώ Παπά και τους Γεροχρήστο και Εμμανουήλ. Στο Γυμνάσιο, τους θεολόγους Ψαλτόπουλο, Ιωαννίδη (έπειτα καθηγητή και πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έπειτα Αθηνών). Και οι δυο δίδαξαν λίγο καιρό κατά το πρώτο έτος προς συμπλήρωση ωρών. Ο τρίτος και μόνιμος πια θεολόγος ήταν ο Θ. Καστανάς, που δούλεψε στο Πειραματικό ώς τη συνταξιοδότησή του μετά το 1960. … Φιλολόγους: τους Γ. Θέμελη, Κ. Μπότσογλου, έπειτα γυμνασιάρχη, και Γ. Μιχαλόπουλο, που διετέλεσε αργότερα και διευθυντής του Πειραματικού, τους μαθηματικούς Ι. Αναστασιάδη και Δ. Κάπο -καθηγητής από χρόνια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο πρώτος και Αθηνών ο δεύτερος-, τους φυσικούς Καΐρη και Νεράντζη. … Μέσα σ’ αυτά τα δυσάρεστα [γεγονότα που συνδέονται με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά] άρχισε να χτίζεται ένα τμήμα του σχολείου, με τα σχέδια φυσικά του Πικιώνη.
Βασίλειος Ν. Τατάκης
Με χαρά και λύπη το βλέπαμε να παίρνει μέρα με την ημέρα τη μορφή του. Χαρά μάς έφερνε η υλοποίηση του καλά μελετημένου σχεδίου, αλλά την ίδια ώρα αναπηδούσε λύπη και πικρία, γιατί το έργο για το οποίο προοριζόταν το σχέδιο του Πικιώνη είχε δεχτεί και δεχόταν χτυπήματα που δεν εξασφάλιζαν την άρτια πραγμάτωσή του, όσο κι αν όλο το προσωπικό προσπαθούσαμε να το πραγματώσομε όσο μπορούσαμε καλύτερα. […] Στις 7, νομίζω, Σεπτεμβρίου πήγα στο σχολείο. Παρέδωσα στον αρχαιότερο φιλόλογο, τον Γ. Θέμελη, έβαλα τη μετάθεση στην τσέπη μου και, αφού αποχαιρέτησα τον Θέμελη και δυο μέλη της Σχολικής Εφορίας, που το έμαθαν και ήρθαν να με αποχαιρετήσουν, κατέβηκα μαζί τους τα σκαλιά αποχαιρετώντας για τελευταία φορά το αγαπημένο μου σχολείο, που ζούσε μέσα στην ψυχή μου σαν ένα παιδί μου. […]
Μεγάλη χαρά και συγκίνηση μου έδωσε η πρώτη επίσκεψή μου στο Πειραματικό. Πήγα πρωί για να βρεθώ στην πρωινή προσευχή. Είχα ζωηρή την αίσθηση πως δεν έφυγα, λέει, από το αγαπημένο μου σχολείο. Μου φαινόταν πως τα πράγματα τα βρήκα όπως τα άφησα. Πραγματικά, ο διευθυντής του σχολείου Ι. Ξηροτήρης, που υπηρετούσε εκεί συνεχώς από το 1941, είχε καταβάλει αξιέπαινη προσπάθεια να διατηρήσει την αρχική πνοή, το πνεύμα και την παράδοση του σχολείου. Κατά τον τρόπο του φυσικά. Είχα να βάλω το πόδι μου στο σχολείο από τις 7 Σεπτεμβρίου του ’38. Αλλά, το ξαναλέω, εκείνο το πρωί, μόλις το αντίκρισα, χάθηκαν θαρρείς τα χρόνια που πέρασαν και η καρδιά μου το έζησε μέσα μου, χωρίς το χάσμα της απουσίας. Τώρα όμως πήγαινα εκεί, όχι πια ως διευθυντής, αλλά ως επόπτης. … Το κτίριο του σχολείου το βρήκα όπως το άφησα το ’38, με χτισμένη μόνο τη νοτιοδυτική γωνία της όλης οικοδομής. Είδα ότι μπορούσα τώρα να προωθήσω την αποπεράτωσή του κτιρίου. Έπεισα και τη Σχολή και τη Σύγκλητο να εντάξει το έργο στον κατάλογο των εργασιών της Πανεπιστημιούπολης. Η πρότασή μου έγινε δεκτή. Το έβαλαν μάλιστα πρώτο στη σειρά των νέων κτιρίων. Ήρθα τότε σε επαφή με τον αείμνηστο Πικιώνη για μερικές μικρές τροποποιήσεις του αρχικού σχεδίου. Έτσι το κτίριο κατά το ’63 παραδόθηκε στο διευθυντή και ήλθε να στολίσει την πόλη της Θεσσαλονίκης με την εκλεκτή αισθητική μορφή του. Είναι κτίσμα που έχει τη σφραγίδα της τέχνης του Πικιώνη. Απάνω σ’ αυτά εγώ έπαψα να είμαι επόπτης. (Β. Τατάκης, Απομνημονεύματα. Βιογραφική μυθιστορία, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1993, σσ. 432- 480, 624-626)
Μανώλης Αναγνωστάκης
Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στα 1938 που ανακάλυψε την καταπληκτική του ευχέρεια να σκαρώνει στίχους, να πλέκει ταιριαστές ομοιοκαταληξίες και να συναρμολογεί στο άψε-σβήσε ένα ποίημα για τη γραβάτα κάποιου καθηγητή μας, για τη γιορτή της αποταμιεύσεως ή για μια νίκη των τσικό του ΠΑΟΚ – συναγωνιζόμενος σε τούτο τον τόσο της μόδας τότε Αττίκ, που έκανε οκτάστιχα στη Μάντρα του, και τον ισόβιο Γεώργιο Αθάνα, ήδη μεσήλικα τότε, που ακούγαμε ότι μπορούσε σε δυο λεπτά να σκαρώσει ένα ποίημα όταν τον καλούσαν το Πάσχα οι συμπολίτες του ψηφοφόροι για το πατροπαράδο κοκορέτσι. Εκμεταλλευόμενος το τάλαντό του αυτό, έφτασε, ο διάβολος, στο μάθημα των νεοελληνικών να μη γράφει έκθεση αλλά να ξεπετά τρία-τέσσερα τετράστιχα και να τελειώνει σε δέκα λεπτά, εκεί που εμείς ιδροκοπούσαμε μια ώρα, και ύστερα να κατεβαίνει στην αυλή -όλη η αυλή δική του!- και να προπονείται στο τριπλούν (που έφτασε κάποτε στα 11.87, ρεκόρ Γυμνασίων για τις μικρές τάξεις, εκείνη την εποχή). Βέβαια έπεσε και στην περίπτωση. Καθηγητή φιλόλογο είχαμε εκείνα τα χρόνια τον μετέπειτα σπουδαίο ποιητή Γιώργο Θέμελη, που με πολλή συμπάθεια και συναδελφική αλληλεγγύη παρακολουθούσε τις επιδόσεις του μαθητή του και δεν του έκανε την παραμικρή παρατήρηση για το μικρό του αυτό πραξικόπημα, που εικάζω είναι παγκόσμιο κοπυράιτ άξιο να γραφτεί στο βιβλίο Γκίνες, που ατυχώς τότε δεν υπήρχε, το να γράφεις δηλαδή αντί έκθεση ιδεών σατιρικά τετράστιχα και ν’ ακούς από πάνω και μπράβο. … Μόνο μια φορά, θυμάμαι, ο μακαρίτης ο Θέμελης έγινε πυρ και μανία με τον καλό μαθητή του, και από τότε πρέπει ενδομύχως να ορκίστηκε άλλη φορά να μην εμπιστεύεται εν λευκώ τίποτα στον Μανούσο, και ότι το πολύ πάρε-δώσε και η μη τήρηση των αποστάσεων ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκομένους ήτανε πολύ παρακινδυνευμένος νεοτερισμός για κείνη την εποχή – ο λαός ήτανε πιο σοφός όταν έλεγε: “Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ’ ανέβει στον κρεβάτι”. Δεν μπορώ να θυμηθώ επακριβώς τις λεπτομέρειες που προκάλεσαν την μήνιν όσο και την απόγνωση του καθηγητή μας […] όλα όμως είχαν ξεκινήσει από μια 25η Μαρτίου, όπου έπρεπε μετά τον καθηγητή που θα μας ταλαιπωρούσε με τον καθιερωμένο δεκάρικο της ημέρας να εκφωνήσει κι ένας μαθητής ένα σύντομο λογίδριο, σύμφωνα με τις πρωτοποριακές αντιλήψεις του σχολείου μας, στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είχε γυμνασιαρχεύσει ένας Αλέξανδρος Δελμούζος.
“Να πω εγώ ένα ποίημα;”, προσφέρθηκε ο Μανούσος όταν προέκυψε πρόβλημα επιλογής του ομιλητή λόγω παντελούς αδιαφορίας των μαθητών των ανωτέρων τάξεων, αυτών δηλαδή που κατά κανόνα επωμίζονταν την ενιαύσια αυτή αγγαρεία. “Και γιατί όχι;”, συγκατάνευσε ο αγαθός Θέμελης. “Αυτό θα είναι και μια ωραία έκπληξη και ξεφεύγουμε και από την πεπατημένην”. Και δεν ήθελε πολύ να πείσει το συμβούλιο των καθηγητών να αποδεχτεί την όντως ρεξικέλευθη προσφορά του Μανούσου, μιας και η στιχουργική του φήμη είχε υπερπηδήσει τα στενά όρια της τάξης μας και έτεινε να γίνει πανγυμνασιακό καύχημα. Στο άψε-σβήσε, στοιχηματίζω μέσα στο τραμ, ο Μανούσος είχε ετοιμάσει το πανηγυρικό ποίημα και ξεκίνησε για το σπίτι του Θέμελη να του το διαβάσει, να ζητήσει ευσεβάστως τη γνώμη του και την έγκρισή του και να δεχτεί ευχαρίστως τυχόν διορθώσεις. Θες επειδή εκείνη την ώρα ο Θέμελης έγραφε ένα δικό του ποίημα, θες επειδή μόλις είχε σηκωθεί από το απογευματινό του ύπνο, οπωσδήποτε όχι από εκχυλίζουσα δημοκρατικότητα, απαξίωσε να ρίξει έστω και μια ματιά στο στιχούργημα. “Ε! δε γράφεις δα και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους”, είπε στον Μανούσο. “Ξέρεις εσύ τώρα τι θα πεις: κάτι για τον Μπάυρον, κάτι για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έλα, θα τα καταφέρεις, σου ‘χω απόλυτη εμπιστοσύνη”. Φυσικά κανείς από το ανακριτικό συμβούλιο δεν πείστηκε, όταν ξέσπασε το μέγα σκάνδαλο, ότι ο Θέμελης ήταν εν πλήρη αγνοία του περί ου ο λόγος ποιητικού κατασκευάσματος, μολονότι ο Μανούσος προς τιμήν του είπε όλη την αλήθεια και πήρε το βάρος απάνω του, ούτε θυμάμαι πώς και γιατί πάρα πολύ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα παρενέβησαν ώστε να μην πέσουν εξοντωτικές καμπάνες ούτε στο μαθητή ούτε στο δάσκαλο […] Μα ήταν πράγματα αυτά που εξεστόμισε ο φοβερός Μανούσος, καλή του ώρα! Ήταν ποίημα αυτό για μια τέτοια ιστορική επέτειο, και υπήρξε άραγε κόκκος σεβασμού προς τα ιερά σύμβολα της φυλής μας και αίσθηση στοιχειώδους δέους μπροστά στους νεκρούς και τους ήρωες της εθνικής μας παλιγγενεσίας; Φυσικά, δεν νομίζω ότι ο αναγνώστης θα έχει αξίωση να θυμηθώ, λέξη προς λέξη, το επίμαχο εκείνο, μακροσκελέστατο άλλωστε, στιχούργημα, αλλά κάποιοι στίχοι επιπολάζουν ακόμη στο τέλμα των χρόνων και ομολογώ με κάποια αναδρομική ανατριχίλα (ενθυμούμενος την ατμόσφαιρα της παγερότητας, της αμηχανίας και της, εν συνεχεία, αγανακτήσεως, που επεκράτησε στο ακροατήριο) τους γράφω:
Και μπρος στα τείχη στέκεται
-ξενάκι είναι και βρέχεται-
ο ποιητής ο Βύρων
φλεγματικός και είρων.
Έλληνες πάρτε τ’ άρματα,
τσακίστε τα καθάρματα.
………………………….
Και ηγούμενος σαράντα αντρών
ο ηγούμενος Παλαιών Πατρών,
του λέει:
Αν είναι να πεθάνουμε για την Πατρίδα
και να διώξουμε την ξένη ακρίδα
εν οίδα ότι ουδέν οίδα
ω ‘Aγγλε ευπατρίδα…
Και το αποκορύφωμα, που έκανε τον Γυμνασιάρχη μας να σηκωθεί από τη θέση του πελιδνός και εκτός εαυτού και να κραυγάζει: “Έ, όχι πλέον και μέχρις εκεί”: Κι αυτός φωνάζει: “Δέσποτα, παρ’ τα σκυλιά τ’ αδέσποτα!”. (Μ. Αναγνωστάκης, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή, 1987, σσ. 13-19)
Απόστολος Δαμιανίδης
Στα πρώτα χρόνια, που ήταν τα δυσκολότερα για τη συγκρότηση και λειτουργία του Σχολείου, μεγάλη συμπαράσταση πρόσφερε η “Σχολική Εφορία” όπως λεγόταν τότε μια επιτροπή από γονείς και κηδεμόνες, με πρόεδρο των Αθανάσιο Σταμόπουλο και ταμία την Πόπη Σερεμέτη-Τάττη. Η τελευταία, ιδιαίτερα με τις γνωριμίες της με διοικητικούς και οικονομικούς παράγοντες βοηθούσε στην επίλυση πολλών προβλημάτων, όπως τον εξοπλισμό του Σχολείου, την επίσπευση της οικοδόμησης των νέων κτιρίων, την ενίσχυση άπορων μαθητών (βιβλία, δίδακτρα, έξοδα εκδρομών κ.λπ.) Τριάντα μαθητές τότε με επιλογή από όλα τα γυμνάσια αποτελέσαμε την Α’ τάξη. Στην τριετία 1934-37 είναι γεγονός ότι ταλαιπωρηθήκαμε λίγο σε διεσπαρμένες αίθουσες, ακατάλληλη αυλή και ελλιπείς άλλες εγκαταστάσεις. Εμείς οι παλαιότεροι έχουμε στη μνήμη μας την εικόνα του οικοπέδου, όπως περικλειόταν με τοίχο και σιδηροκάγκελα (το οικόπεδο είχε παραχωρηθεί από τον Δήμο στο Πανεπιστήμιο). Στο κέντρο η αυλή ήταν κατηφορική με ενιαία κλίση. Στο πάνω μέρος προς την οδό Ολύμπου ήταν δύο οικήματα. Ένα στενόμακρο απλό με δύο αίθουσες στη δυτική γωνία και ένα άλλο διώροφο με μικρότερους χώρους στην ανατολική, όπου ήταν και τα γραφεία. Εκεί … δύο μεγάλα δένδρα, ένα πεύκο και μία ακακία, στόλιζαν την ιδιαίτερη μικρή αυλή με τον ανθόκηπό μας, που τον περιποιούμασταν με οδηγίες του ίδιου του Τατάκη. Στο κάτω μέρος του οικοπέδου, περίπου στη θέση του σημερινού αμφιθεάτρου ήταν μία ξύλινη παράγκα. Σ’ αυτήν λειτουργούσε για μαθητές και φοιτητές το συσσίτιο “ΦΟΙΝΙΞ” της Φιλοπτώχου Aδελφότητος Kυριών. H παράγκα αυτή και άλλες μικροκαλύβες από λαμαρίνες που ήταν στην περίμετρο του οικοπέδου γρήγορα απομακρύνθηκαν και άρχισαν οικοδομικές εργασίες. Mε τις εκσκαφές διαμορφώθηκε πρόχειρα η κάτω αυλή, για βόλεϋ-μπολ. Ήταν πάντως ένα διαρκές εργατάξιο. Στα νέα κτίρια του γυμνασίου τελικά μπήκαμε στα μισά της τέταρτης χρονιάς 1937/38 και άρχισαν ύστερα οι εργασίες για την οικοδόμηση των κτιρίων του δημοτικού σχολείου στην πάνω αυλή. […] O Tάκης Mπαμπαλίτης θυμάται τον Δελμούζο να παίζει μπάλα (χαντ-μπωλ) μαζί μας στη θέση του τερματοφύλακα. O ίδιος επίσης θυμάται μια μέρα που έπεφτε πυκνό χιόνι να εμφανίζεται στο χαμηλό παράθυρο σε ώρα μαθήματος και να λέγει “…ε… εσείς γιατί δεν πάτε σήμερα για χιονοπόλεμο;…”.
O καθηγητής μας χαμογελώντας διέκοψε το μάθημα. Άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς. (Απόστολος Δαμιανίδης, “60 χρόνια Πειραματικό”, Xρονικά του Π.Σ.Π.Θ., τεύχ. 6, 1996, 97-98, 99)
Ιωάννης Ν. Ξηροτύρης
Την 21.9.1941 έφτασα στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβα τη Διεύθυνση του Σχολείου μέσα στην ταραγμένη κατάσταση, τόσο του τόπου, που τελούσε υπό κατοχή, όσο και του Σχολείου μας ειδικότερα. Σαν πρώτο και βασικό σκοπό του Σχολείου μας θέσαμε να κρατήσουμε την ψυχή του παιδιού, του Ελληνόπουλου, αλύγιστη, στητή κι ολόρθη και προπαντός βαθιά ελληνική, σύμφωνα με το νόημα του εθνικού ποιητή μας και σε συμφωνία με τις απαιτήσεις της εποχής και των γεγονότων [….] Ας γυρίσουμε πίσω στο Πειραματικό. Προχωρούσα με σοβαρή εργασία, τάξη, πειθαρχία, εργασία με ευθύνη και με την ψυχή ολόρθη, περήφανα ελληνική, οπότε μία μέρα στις αρχές του Μάρτη του 1944, κατά τις 12 η ώρα, αντικρίζω έναν Γερμανό αξιωματικό (υπολοχαγός για την ακρίβεια) να μπαίνει στο γραφείο μου, ακολουθούμενος από έναν νέο Έλληνα διερμηνέα. Αμέσως μου ανήγγειλαν, ότι εντός της ημέρας οφείλω να εκκενώσω το κτίριο, διότι την επομένη το πρωί στις 8 η ώρα θα έρθουν να το καταλάβουν. […] Αμέσως πέρασα από τις τάξεις και ανακοίνωσα σε καθηγητές και μαθητές το “πικρό μαντάτο”. Σχόλασα τις τάξεις, κράτησε μόνον πέντε-έξι μαθητές της πέμπτης και της έκτης τάξης, τη δασκάλα Αγγέλα Δούμπαλη, εξαιρετικά ικανή και με συνείδηση τάξης και τον επιστάτη, τον Χρήστο Μπάγιο. Αμέσως σκέφτηκα την εκκλησία, την Αχειροποίητο, που ήταν πολύ κοντά στο Σχολείο, για να κουβαλήσουμε και να αποθηκεύσουμε το υλικό του Σχολείου: θρανία, τραπέζια, γραφεία, όργανα, χάρτες κ.λ.π. Εκεί, λοιπόν, στο επάνω κλίτος που ήταν ευρύχωρο ανεβάσαμε τα πάντα, κουβαλώντας όλο το απόγευμα και ήταν όλα εν ασφαλεία πια. Το απόγευμα εκτός από τη μεταφορά του υλικού του Σχολείου με τυραννούσε η ιδέα για το πού θα βρω κτίριο. Σκέφτηκα πως μόνο στην επάνω πόλη κάτι μπορούσα να βρω και ήρθα σε επαφή με τον κύριο Μάνιο, το διευθυντή ενός Δημοτικού στην επάνω πόλη, του οποίου ο γιος του είχε αποφοιτήσει από το Σχολείο μας. Ο κύριος Μάνιος δέχτηκε με μεγάλη κατανόηση να μοιράσουμε τις ημέρες και κάναμε το εξής πρόγραμμα: μία εβδομάδα θα κάναμε εμείς μάθημα το απόγευμα και μία εβδομάδα το δημοτικό του. […] Οκτώ μήνες κράτησε αυτή η κατάσταση. Στις 30 Οκτωβρίου του 1944 οι Γερμανοί, ηττημένοι, έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη και από τη χώρα μας και εμείς τώρα πια γυρίσαμε στο αγαπημένο μας Σχολείο, ελεύθεροι. […] Στο Σχολείο μας η πρώτη τάξη του Δημοτικού εργάζονταν με τη μέθοδο Decroly. Να μου επιτραπεί να πω πως κανένα Σχολείο στην Πατρίδα μας, ούτε καν στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες δεν εφάρμοσαν αυτή τη μέθοδο τόσο πετυχημένα, όσο εμείς στο Πειραματικό, τουλάχιστον για τα χρόνια που είχα την τιμή και τη χαρά να είμαι Διευθυντής του. […] Είχαμε αγοράσει ένα μπριστόλ τυπογραφιάκι και ψηφία, το είχαμε στο επάνω κτίριο και εκεί η ακούραση κ. Δούμπαλη στοιχειοθετούσε το κείμενο και το τύπωνε. Όλο το βραδάκι του κατανάλωνε στο τύπωμα. Μερικές φορές τη βοηθούσα κι εγώ. […] Είχαμε πάρει λίγα μαθήματα τυπογραφίας από το καλύτερο τυπογραφείο της Θεσσαλονίκης του κ. Νίκου Νικολαΐδη. Εκεί τυπώναμε το περιοδικό του Σχολείου “Τα Χρονικά” [….] Έτσι λοιπόν τυπώναμε τα κείμενα σε χαρτί μπριστόλ και δίναμε από μια καρτέλα, τυπωμένη φράση, σε κάθε παιδί, να την κοιτά και να τη βλέπει στο σπίτι του. Μ’ αυτόν τον τρόπο και με το χρόνο και τον καιρό η μια φράση γίνεται κάτι περισσότερο. Τα παιδιά μέρα με τη μέρα θα βρίσκουν τις εικόνες που θα ομοιάζουν, θα μάθουν να διαβάζουν σταθερά και χωρίς λάθη. Κι από τη μια φράση που θα γράφουν κάθε μέρα θα βγουν ύστερα πολλές, θα βγαίνει και μια σελίδα την ημέρα με συγκεκριμένο και σφιχτοδεμένο περιεχόμενο, αυτό που έζησαν τα παιδιά, περιεχόμενο των ενδιαφερόντων τους, και ώς το τέλος του Μάη θα έχουμε ένα δικό μας βιβλίο, βιβλίο με τη ζωή της τάξης και με τόσα άλλα όμορφα και ωφέλιμα πράγματα μέσα και με συγγραφείς όλους τους μαθητές…. Είχαν πολλά τα παιδιά της πρώτης Δημοτικού να ιδούν στο Σχολείο μας και να ζήσουν μέσα στα όρια της πατριδογνωσίας. Είχαμε πλουτίσει το επάνω μέρος του Σχολείου μας μπροστά στο παλιό μας κτήριο που φιλοξενούσε μια τάξη του Δημοτικού, μπροστά στο χώρο του που τον κάναμε κήπο, που κάναμε δυο μικρές παραγκούλες. Εκεί είχαμε τα ζώα μας. Και πρώτ’ απ’ όλα την Ασπρούλα μας την προβατίνα μας,που μας τη χάρισε ο πατέρας του μαθητή μας Νίκου Παπαδάκη, που ήταν ζωέμπορος. Το πόσο χαιρόταν τα παιδιά της πρώτης τάξης, και των άλλων τάξεων, αλλά τα παιδιά που πρωτοαντίκριζαν την Ασπρούλα μας που την περιποιούνταν και μιλούσαν μαζί της. […]
Είχαμε και τι δεν είχαμε. Τα περιστεράκια μας, τα τρυγόνια και τις φραγκόκοτες. […] Και την αλεπού μας, που μια βραδιά πώς ξέφυγε, σαν πονηρή που ήταν, από το παραγκάκι της, και μας έφαγε τρεις κοτούλες μας. […] Είχαμε και μεταξοσκώληκες, τα άσπρα ποντικάκια μας, το καναρίνι μας. Είχαμε τον ανθόκηπό μας και μερικές βραγιές λαχανόκηπου για τη διατροφή των κουνελιών μας και τον αετό μας που μας τον έφεραν κουτσό και τον γιατρέψαμε και τον χαιρόμασταν μικροί και μεγάλοι. Κάθε παιδί είχε και τη γλάστρα του. […] Και το ζαρκάδι μας, αυτό το ήσυχο και πάντα μελαγχολικό από τη φύση του, κόντεψα να το λησμονήσω. […] Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε ότι το Σχολείο μας έδινε μεγάλη σημασία στο μάθημα των Τεχνικών. Σ’ αυτό συνέβαλε και ο Πολύκλειτος Ρέγκος που για καλή μας τύχη ήταν ο καθηγητής αυτού του μαθήματος. […] Ο Δελμούζος, ο ιδρυτής του Π.Σ.Π.Θ. και καθηγητής της Παιδαγωγικής του Π.Θ. που έβαλε τα θεμέλια του Πειραματικού, είχε πει από τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του Σχολείου: “Θέλω η Τέχνη να μπει μέσα στις ψυχές των παιδιών, να συνοδεύει και να υψώνει την σχολική ζωή του Πειραματικού”. Έτσι, η πρώτη έκθεση των παιδιών έγινε το 1937 ακολούθησε το 1938, το 1939 και το 1940. Στην Κατοχή το Σχολείο συνέχισε την παράδοσή του ώς το Μάρτη του 1944 που οι Γερμανοί επιτάξανε το Σχολείο μας. […] Στο Σχολείο μας τις εκδρομές τις αντικρίζαμε ως συνέχεια της διδασκαλίας μας ως εφαρμογή της και ως πατριδογνωσία. Τις μικρές γύρω από τη Θεσσαλονίκη τις “κάναμε συνήθως τις Κυριακές ή άλλες μη εργάσιμες ημέρες με επικεφαλής το φιλόλογο της τάξης”. […]
Ιωάννης Ξηροτύρης
Οι πρώτες όμως τάξεις του Δημοτικού μας και πρωτίστως η πρώτη Δημοτικού είχε εξόδους κατά την ώρα των μαθημάτων, διότι ήταν ανάγκη να μάθουν να παρατηρούν, αφού η παρατήρηση είναι η βάση της γνώσης, ο άμεσος κρίκος με την πραγματικότητα, με τη βαθιά γνώση της ζωής και των εκδηλώσεών της. […] Έτσι αυτό που αναφέρουμε πως προσπαθούσαμε στο Πειραματικό μας θα φαίνονται σήμερα στους νέους, στους μεσήλικες και κυρίως στους εκπαιδευτικούς της σήμερον, σαν εξωγήινα. Κι όμως ήταν μια πραγματικότητα. Έτσι προχωρούσαν στο Σχολείο μας τα πράγματα, όπως αναφέραμε παραπάνω, σε ό,τι αφορούσε το σύστημά μας, την εργασία μας, τις προσπάθειές μας να κάνουμε σωστούς πολίτες, σωστούς ανθρώπους με ήθος πρώτ’ απ’ όλα και έπειτα με σταθερές γνώσεις, που βοηθούσαν στην αυτόνομη σκέψη. Αυτά όλα από το Σεπτέμβριο του 1941 έως το Νοέμβριο του 1962 που παραιτήθηκα από τη μέση παιδεία …. (Ι. Ξηροτύρης, Μνήμες και Παρατηρήσεις, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 120-315)
Η Νίνα Τριανταφυλλίδου-Κλήμη
Θα πρέπει να ήταν γύρω στην τρίτη ή τετάρτη τάξη του Δημοτικού, στο Πειραματικό Σχολείο, όταν, με αφορμή κάποιες πρόβες ενός σχολικού έργου, μπήκα με άλλα παιδιά στην αίθουσα του θεάτρου. Δεξιά στην αίθουσα, πάνω σε φαρδείς πάγκους, απλωμένα μεγάλα-τεράστια για τα μάτια μου, πρώτη φορά έβλεπα δημιουργία σκηνικών-μπεζ, χοντρά χαρτιά, και γύρω γύρω τους υποψήφιοι ζωγράφοι και… σκηνογράφοι με λογής λογής “βούρτσες” (πινέλα άκουσα να τα λένε) και μπογιές, δημιουργούσαν μπρος στα στερημένα από κάθε είδους εμπειρία, μάτια μου. Στη μέση όλης αυτής της δημιουργικότητας στεκόταν ένας μικρόσωμος, νεοφερμένος. Ρώτησα να μάθω ποιος ήταν. Τα αγόρια του Γυμνασίου μού ανακοίνωσαν πως ήταν ο νέος καθηγητής σχεδίου και ζωγραφικής στο Γυμνάσιο του Πειραματικού [ο Πολύκλειτος Pέγκος]. Ένιωσα έντονη ζήλια και θλίψη, γιατί δεν μπορούσα να συγκαταλεχθώ κι εγώ στην καλλιτεχνική ομάδα, αφού ήμουν ακόμη στο Δημοτικό. Είχα όμως την τύχη και τη χαρά, μαζί με την τάξη μου, και συνοδευόμενοι από τον ίδιο το ζωγράφο και το δάσκαλό μας, να επισκεφθούμε το εργαστήρι του. … ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που επισκεπτόμουν ένα τέμενος τέχνης. Έβλεπα αχόρταγα κι άκουγα τις εξηγήσεις του. Δεν είναι δυνατόν να καταλάβει κανείς τώρα με τις πολλαπλές μας εμπειρίες, τι μπορούσε να σήμαινε για μας, τα παιδιά 9-10 ετών, αυτός ο χρωστικός και νοηματικός παράδεισος. (Νίνα Τριανταφυλλίδου-Κλήμη, “Ο μικρόσωμος νεοφερμένος”, εφημ. Θεσσαλονίκη, 18 Μαΐου 2003, σ. 15)
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Στην Κατοχή και στον Εμφύλιο το Πειραματικό Θεσσαλονίκης δεν έμοιαζε σε τίποτε με το Πειραματικό Αθηνών. Το παρακολουθούσε ακόμη η παιδαγωγική έμπνευση του Δελμούζου, στεγασμένο στο μισοτελειωμένο χτίσμα του Πικιώνη: γλώσσα διδασκαλίας η Δημοτική, καθηγητές με φρόνημα ελεύθερο και γερή κατάρτιση (μεταξύ τους ο Θέμελης, ο Καΐρης, ο Μιχαλόπουλος, ο Καστανάς – οι απόφοιτοι ξέρουν για ποιους μιλώ) … Ελευθέρια αγωγή, που δεν την ανέτρεψαν μήτε οι απειλές της Κατοχής μήτε η μισαλλοδοξία του Εμφυλίου – σ’ αυτό συνέβαλε και ο Ξηροτύρης, διευθυντής για δυο και πάνω δεκαετίες… (Δ. Ν. Μαρωνίτης, “Ο δάσκαλος”, εφημ. Το Βήμα, 26.1.1992)
Θα σκανδαλίσω κι άλλο όσους σκανδαλίστηκαν ήδη με την, ειρωνική προφανώς, ομολογία του θεατρικού μου απωθημένου. Αν κάποιοι πράγματι ενδιαφέρονται για την ανεκδοτολογική βιογραφία, μπορούν σήμερα να προσθέσουν ένα ακόμη απωθημένο μου, που κολυμπά χρόνια τώρα στα θολά νερά του ερασιτεχνισμού, εκείνο της φιλοσοφίας, όταν και όπου τρίβεται στο σώμα της λογοτεχνίας. Παράδειγμα ο Πλάτων, που στιγμάτισε τα προεφηβικά μου χρόνια στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, όταν φιλόλογος καθηγητής, δάσκαλος με τα όλα του, μας διάβασε ολόκληρον τον Πρωταγόρα σε καλή μετάφραση, προτού μας τον διδάξει αποσπασματικά στο πρωτότυπο, κατά τις εντολές του σχολικού προγράμματος. (Δ. Ν. Μαρωνίτης, “Ένα συν δύο”, εφημ. Το Βήμα, 20.09.1998)
“Πιστεύω τω φίλω.” Αυτή είναι η πρώτη, αρχαιοπρεπής και σίγουρα πλαστή φράση που άκουσα και έμαθα στα δέκα μου χρόνια: 1939, Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, πρώτη οχταταξίου, αναγνωστικό Ζούκη, φιλόλογος καθηγητής ο Γιώργος Μιχαλόπουλος. Ασφαλώς πρόκειται για αφελή ομολογία (ένα κοινό ρήμα και ένα συνηθισμένο ουσιαστικό σε δοτική), που ρίζωσε εντούτοις στο μυαλό μου και έγινε εφεξής έμμονη ιδέα. (Δ. Ν. Μαρωνίτης, “Συμπληρωματικά”, εφημ. Το Βήμα, 31.10.1999)
Ν.Δ. Βαρμάζης
Στην παράδοση του Πειραματικού ανήκαν τα ασυνήθιστα και παλαιά τραπεζάκια που είχαν τότε οι τάξεις αντί των θρανίων, το παράξενο κουδούνι, ένα μεταλλικό δοχείο σαν φιάλη υγραερίου, που σωζόταν από την Κατοχή, ο τρόπος που συντασσόταν το σχολείο για την πρωινή προσευχή στο χολ μπροστά στην αίθουσα τελετών, το αρμόνιο που συνόδευε τους εναλλασσόμενους ύμνους των μαθητών στην πρωινή προσευχή, ο σχολικός χώρος με τα πολλά επίπεδα και τις δυο αυλές του.
Με την έγκριση του συλλόγου έγινε δεκτή εισήγηση του διευθυντή [Χρ. Χριστοφορίδη] να ενταχθούν μέσα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα ποικίλες εξωδιδακτικές δραστηριότητες, οι οποίες πραγματοποιούνταν το τελευταίο δίωρο του κυλιόμενου προγράμματος μιας μέρας σε βάρος κάποιων μαθημάτων. Οι μαθητές είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν την ένταξή τους σε club δημοσιογραφίας, φωτογραφίας, θεάτρου, μουσικής, λογοτεχνίας κ.ά. Η δοκιμή κράτησε περίπου δυο χρόνια…. (Ν. Βαρμάζης, Το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ιστορία ενός υποδειγματικού σχολείου. 1934-1998, Θεσσαλονίκη, Μαλλιάρης Παιδεία, 1998, σσ. 63, 86)
Ανδρέας Μιχαηλίδης-Νουάρος
Σε λίγο, κάθε Χριστούγεννα άρχισε να γίνεται από μια ομάδα Κυριών, που εργάζονταν εθελοντικά, το Παζάρι, που κάθε χρόνο παρουσιαζόταν καλύτερο και σε εμφάνιση και σε έσοδα, τα οποία βέβαια πάλι ξοδευόντουσαν για το Πειραματικό, μετά από συνεργασία μας με το Διοικητικό Συμβούλιο. … Το κλειστό Γυμναστήριο του Πειραματικού έγινε σε στενή συνεργασία με την Διεύθυνση της Σωματικής Αγωγής του Υπουργείου Παιδείας …. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Κλειστό αυτό Γυμναστήριο σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε εδώ στη Θεσσαλονίκη από την εδώ Τεχνική Υπηρεσία. … Έτσι τέλειωσε και εξοπλίστηκε με την βοήθεια του καθηγ. της Φυσικής Γρηγοριάδη και κατόπιν των καθηγητών της Γυμναστικής Κρανιά, Φλωράκου και της καθηγ. Ελένης Μακρίση. Έτσι το τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πειραματικού Σχολείου απόκτησε το Κλειστό του Γυμναστήριο, που επέτρεπε να γυμνάζονται οι μαθητές και αργότερα οι μαθήτριες κάτω από όλες τις καιρικές συνθήκες. … Υπήρχε ένας ακάλυπτος χώρος μεταξύ της πάνω αυλής και της κάτω αυλής του Πειραματικού, με διάμετρο περίπου εφτά μέτρων σε κυκλικό σχήμα από τον οποίο μπορούσαν να πέσουν από ύψος πέντε περίπου μέτρων μικρά παιδιά του Νηπιαγωγείου ή του Δημοτικού που δεν έβλεπαν τον κίνδυνο. Ο χώρος αυτός καλύφθηκε αρχικά από ένα σιδερένιο πλέγμα που το σχεδίασε ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Νίκος Μουτσόπουλος, αλλά επειδή τα παιδιά άρχισαν να περπατούνε πάνω του, αφαιρέθηκε και βάλαμε γύρω-γύρω κάγκελα που προστάτευαν τους μικρούς μαθητές. Ο καθηγητής Μουτσόπουλος μάς υπέδειξε, επίσης, τότε την αντικατάσταση ενός μεγάλου -γύρω στα 15 μέτρα- σίδερου που το είχαν πάρει από κάποιο πλοίο, που συγκρατούσε το χώμα κάτω από τα πεύκα του σχολείου στη μεριά της αυλής που έβλεπε στην οδό Αγίας Σοφίας.
Ανδρέας Μιχαηλίδης-Νουάρος
Στη θέση του χτίστηκε ένας τοίχος ύψους 60 περίπου πόντων, όμοιος με κείνον που υπάρχει στη Μονή Βλατάδων, πάντα με τις οδηγίες και τους μαστόρους που μας έστειλε ο καθηγητής Νίκος Μουτσόπουλος, που είναι εκείνος που τα γνωρίζει πολύ καλά αυτά τα πράγματα. […] Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης μας εβοήθησε πολύ […]
Έτσι μπόρεσα να πραγματοποιήσω μια παλιά μου ιδέα να αποχτήσει κάθε σχολική τάξη μια δική της δανειστική βιβλιοθήκη ανάλογα με τα ενδιαφέροντα των παιδιών, την ηλικία τους και τα βιβλία που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, για κάθε διαφορετικό επίπεδο. Η επιλογή των βιβλίων ήταν δύσκολη αλλά σε αυτό βοήθησαν και τα παιδιά και οι καθηγητές της κάθε μιας σχολικής τάξης χωριστά. Μετά πολλές προσπάθειες του καθηγητή τότε του Πειραματικού Σχολείου** Χρίστου Τσολάκη ελειτούργησε και η Γενική Βιβλιοθήκη του Σχολείου σε δυο αρκετά άνετες αίθουσες στη νέα βόρεια πτέρυγα του Πειραματικού στη γωνία των οδών Αγίας Σοφίας και Ολύμπου. (Α. Μιχαηλίδης-Νουάρος, “Το Πειραματικό όπως το έζησα”, Χρονικά του Π.Σ.Π.Θ., τεύχ. 6, 1996, 44-50)
** Στην αρχή σαν Αναγνωστήριο και όταν το Αναγνωστήριο μεταβλήθηκε σε αίθουσα διδασκαλίας σαν δανειστική βιβλιοθήκη σε μια μονάχα αίθουσα.
Eυάγγελος Kαμαρούδης
Θυμίζω ακόμη και τις ανεπανάληπτες εκδρομές με σκοπό να γνωρίσουν οι μαθητές την Eλλάδα. H προετοιμασία των εκδρομών σοβαρή και υπεύθυνη. Και έπειτα από το τέλος της γινόταν η παρουσίαση του ταξιδιού στην Aίθουσα Tελετών του Σχολείου σε ώρα εκτός μαθημάτων. Ξαναγυρνώ και τώρα νοερά, με τα παιδιά μας στους Φιλίππους, προσκυνώ τον Kήπο των Hρώων στο Mεσολόγγι, γίνομαι αναγνώστης μεγαλοβδομαδιάτικα στα Mοναστήρια του Aγίου Όρους. Kαι κάθε Πρωτομαγιά βλέπω τα παιδιά, χαρούμενα να παίζουν χιονοπόλεμο στην Kατάρα, ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. (Ευάγγελος Καμαρούδης, “Ένας χαιρετισμός”, Xρονικά του Π.Σ.Π.Θ., τεύχ. 6, 1996, 62)
Ανθούλα Σεφεριάδου
Αναζήτησα το σημείο αναφοράς αυτής της νοοτροπίας και εξακρίβωσα ότι ήταν η πολύχρονη “παράδοση” του Σχολείου, που την τηρούσαν απαρέγκλιτα με εντυπωσιακή εμμονή. Από τις πρώτες κιόλας μέρες ήταν ευχερής η διαπίστωση ότι κάποιοι κανόνες, που διαμορφώθηκαν με κοινή συνεισφορά, οργάνωναν και συντηρούσαν το κλίμα της σχολικής ζωής. Όταν δειλά και συγκρατημένα υπαινίχτηκα κάποια παρέκκλιση, μεταφέροντας προσωπικές εμπειρίες, προσέκρουσα στην αδιαπραγμάτευτη σιγουριά όλων τους, για την ορθότητα της “παράδοσης” που αθόρυβα δημιουργήθηκε και συνειδητά συνεχιζόταν με εντυπωσιακή συνέπεια. (Ανθούλα Σεφεριάδου, “Το Πειραματικό Σχολείο του Α.Π.Θ.: Εκτιμήσεις-αναμνήσεις”, Χρονικά του Π.Σ.Π.Θ., τεύχ. 6, 1996, 72-73)
Γιώργος Θέμελης
Ήδη μέσα στο μακρό τούτο διάστημα η ηθική προσωπικότητα του Ξηροτύρη έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς εσωτερικής πειθαρχίας και τάξης, που εκδηλώνεται και στη σχολική ζωή και στη μόρφωση. Αρκεί να μπης για μια στιγμή στο χώρο του Σχολείου και αμέσως το αντιλαμβάνεσαι. Τα παιδιά έχουν μπη σ’ ένα ρυθμό ευπρέπεια και εργασίας. Θα μπορούσε κανείς να πη πως, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο της εργασίας και της μελέτης υπάρχει κάποια υπερβολή, ότι οι απαιτήσεις είναι υψωμένες. Όμως και την υπερβολή τελικά την εκτιμάς, όταν σκεφθής πως εμείς οι Νεοέλληνες είμαστε γενικά φυγόπονοι, πράγμα που μας οδηγεί στην ψευτοεξυπνάδα και την καπατσοσύνη. Στο Πειραματικό Σχολείο δεν υπάρχουν περιθώρια και άνεση για τέτοιες ευκολίες. Ο χρόνος είναι υπερφορτωμένος με σοβαρή προσπάθεια. (Γιώργος Θέμελης, “Μια εικοσαετία στη Διεύθυνση του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης”, Χρονικά του Π.Σ.Π.Θ., τεύχ. ΝΘ’, 1961, 163-171)
Κώστας Ζουράρις
Μικρή λεπτομέρεια: τις εγκύκλιες μου σπουδές, τις είχα παιδευτεί, άριστα, και με είχαν παιδέψει άριστα, τότε, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (Κώστας Ζουράρις, “Οι συνήθεις χάσκακες”, περ. 4 Τροχοί, Μάης 1993)
Γύρω, όλα ζεστά και παιχνίδια παιδικά για μεγάλους που δεν υπήρχαν, αλλά τους περιμέναμε εμείς τα παιδιά και βρέφη και τα τσουρέκια αχνιστά, να περιμένουν κι αυτά εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1948, βράδυ πια που περιμένει τα μεσάνυχα, ο θείος μας καταδικασμένος εις θάνατον και ο πατέρας μας, που τον είχαν αρπάξει μπροστά μου, ντυμένο στην άσπρη ιατρική του φορεσιά, εκεί πάνω τώρα, χτισμένος στο Γεντή Κουλέ, “νέκυιαι μυροφόρων Ανταρτών”. Στο Πειραματικό, η δασκάλα μου η κυρία Αγγέλα, την τελευταία ώρα πριν σχολάσουμε, με χάιδεψε με το χαμόγελό της εκείνο, που νικούσε το Γεντή Κουλέ και, ξέροντας ―όλα τα ήξερε η κυρία Αγγέλα― μου είπε πως, παραμονή, θα έρθει να με δει, να μας δει. Και τώρα, παραμονή στις οχτώ, έχουν μείνει η γιαγιά μας η Χαρίκλεια και η μητέρα μας, με τους τρεις άντρες ―εμάς τα νήπια― μόνες στην Πρωτοχρονιά του 1948, στην Πρωτοχρονιά των άλλων, των νικητών. Οχτώ η ώρα της παραμονής, η μητέρα μου με κοιτάει, πρασινογάλαζη Καλλονή στην θλιμμένη ξανθιά ομορφιά της, Γελαστή: ― Δεν έχουμε μανταρίνια, είναι περασμένες οχτώ, κι εσύ είσαι πια οχτώ χρονώ, δεν έχουμε άλλον, πήγαινε πίσω από το Μοντιάνο, στην Ερμού, θα βρεις καροτσάκια ακόμη εκεί, και θα πάρεις τα μανταρίνια. Ήταν η πρώτη φορά, που έβγαινα μετά τις οχτώ, οχτώ χρονώ, από την Αγίας Σοφίας 23, μόνος, κρύο, χειμώνα, νύχτα. Περίμενα όμως την κυρία Αγγέλα, που ήταν πιο δυνατή από το Γεντή Κουλέ. Έκανε πολύ κρύο, λάσπη, σιωπή, σκοτάδι κι ήταν όλα σιωπηλά κι ήμουν μόνος, γιατί τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Βγήκα για τα μανταρίνια στις οχτώ, οχτώ χρονώ, Παραμονή του σαράντα οχτώ. Πήγα, βγήκα, γύρισα. (Κώστας Ζουράρις, “Τα μανταρίνια στις οχτώ, του ’48”, περ. Πλατεία, τεύχ. 3, Δεκ. 2003, 39)
Μανόλης Αναγνωστάκης
Μ.Α.: Μα έχει αλλάξει τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που σχεδόν δεν την γνωρίζω καθόλου την καινούργια… Από την πόλη που δεν υπάρχει πια, νοσταλγώ, βεβαίως νοσταλγώ… Τα παλιά Λαδάδικα. […] Την παλιά πόλη. Ένα μικρό μέρος της διατηρήθηκε. Ένα πολύ μικρό μέρος, δυστυχώς. Τις αλάνες. Την πλατεία Δικαστηρίων, τεράστια, με χώμα. Παίζαμε γκαζιές, ποδόσφαιρο, τσίλικα-τσομάκα, τη θυμάσαι; Κάθε μέρα σχεδόν, γυρνώντας από το σχολείο μας, το Πειραματικό… […] Ξέρεις, Θέμη, την τελευταία φορά που ήρθαμε πάνω, επισκέφτηκα το σχολείο. Μπήκαμε στις τάξεις. Πες τα, Νόρα… Ν.Α.: Τα παιδιά σάστισαν… Στην αρχή νόμισαν πως αποφοίτησε πριν 42 χρόνια. Μετά το κατάλαβαν σωστά: απόφοιτος του 1942. Καταλαβαίνεις… Τα περισσότερα γελούσαν αμήχανα. […] Μ.Α.: Να σου πω κάτι με τον Ξηροτύρη. Μια χρονιά, θυμάμαι, κάμναμε συνέχεια Σολωμό. Έναν χρόνο ολόκληρο… Σολωμό, Σολωμό, Σολωμό… Τόλμησα, λοιπόν, εγώ που ήμουν τότε 15 χρονώ, να του πω ότι έγραψε και κάποιος Βάρναλης ένα ποίημα, που το λέμε “Οι σκλάβοι πολιορκημένοι” ―όχι “Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι”― το οποίο, είπα, είναι μάλλον καλύτερο… Μου λέει “Εσύ τον ξέρεις τον Βάρναλη; Ε, ο ίδιος βάζει τον Σολωμό πολύ υψηλότερα από τον εαυτό του…” Και μου δείχνει την πόρτα “Πήγαινε έξω”… (Μ. Αναγνωστάκης, “Το αληθινό πρόσωπο των ποιητών. Μανόλης Αναγνωστάκης-Νόρα Αναγνωστάκη”, Μια συνομιλία με τον Θέμη Λιβεριάδη, περ. Ενενήντα Επτά, τεύχ. 7, Δεκ. 1996, 21)
Παύλος Τζερμιάς
Με τον Παύλο Τζερμιά μιλήσαμε γύρω στα 45 λεπτά. Είναι τόσο ενδιαφέρων συζητητής που κοντέψαμε να μιλήσουμε επί παντός επιστητού. Προφανώς είναι εξασκημένος να συζητά. Μου είπε ότι τη συζήτηση την είχε μάθημα στο σχολείο του. Κι είναι ευχαριστημένος για αυτό, διότι εκτιμά ότι στην Ελλάδα δεν ξέρουμε να συζητούμε. “Είχα την τύχη”, μου είπε, “να βγάλω το Γυμνάσιο στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Είχαμε έναν πολύ καλό διευθυντή. Το Βασίλειο Τατάκη, ο οποίος υπηρέτησε και στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως. Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Αυτός τότε, πριν τόσα χρόνια, είχε καθιερώσει μάθημα ελεύθερης συζήτησης, μια φορά την εβδομάδα. Το είχε καθιερώσει, όπως μας έλεγε για να μάθουμε να συζητούμε. Γιατί κι αυτό δεν ξέρουμε στον τόπο μας. Δεν ξέρουμε να συζητούμε.” (“Όχι στη “μακντοναλντοποίηση” του κόσμου. Ο Ακαδημαϊκός Παύλος Τζερμιάς προσκυνά τη γη των γονιών του και μιλά στη “Μ””, εφημ. Μεσόγειος [Ηρακλείου Κρήτης], 26.6.2001)
Κώστας Ζουράρις
Η δική μου δασκάλα είναι η κυρία Αγγέλα. Για πάντα. Όταν εκείνο το δροσερό πρωινό άφησα τα δάχτυλα της μητέρας μου και προχώρησα, με τα άλλα παιδάκια, προς την τάξη που όφειλε να μου διδάξει το “ουδέν ενικώτερον του προσώπου” μου, εκεί, καταδεκτική, αεράτη, εύδιος ζωστή πατρικία εν μέσω της δίνης εκείνων των συμφορών, μας περίμενε Εκείνη, που θα γινόταν, για πάντα, η Δασκάλα μας ες αεί. […] Το “πειθοί τε και βία” της δικής μας δασκάλας, τότε, στο Πειραματικό Θεσσαλονίκης, εκείνα τα βίαια χρόνια του 1946, ήταν η εκπληκτική της ενδυματολογική άνεση -μέσα στη μιζέρια της πείνας και του εμφυλίου πολέμου- οι πλατείς λαιμοδέτες που πλαισίωναν νωχελικά το όλον της παράστημα και η αριστοκρατική εκφορά του μειλίχιου της λόγου και του τερπνού όλου της βλέμματος. […] Η κυρία Αγγέλα Κεσσανλή-Δούμπαλη υπήρξε πασιδήλως μεγάλη Παιδαγωγός, με τα κριτήρια τα τεχνοκρατικά. […] Η κυρία Αγγέλα, όμως, δεν έμεινε ποτέ της μόνον μεγάλη Παιδαγωγός. Στο δίσεχτα εκείνα χρόνια της κοινής μας τύφλας, υπήρξε συνεχώς των παιδιών Πολιούχος και του όλου Δήμου Δημούχος, αρνούμενη διαρκώς να υποκύψει στην ξενοκίνητη διχαστική παράνοια -ένθεν κακείθεν- του “διάλεξε με ποιους είσαι”… […] Κυρία Αγγέλα, σ’ ευχαριστώ. Πολύ. (Κώστας Ζουράρις, “Η κυρία Αγγέλα”, εφημ. Μακεδονία, 10.9.2006)
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Ευτύχησα ως μαθητής με τους δασκάλους μου και ως δάσκαλος με τους μαθητές μου. Για τους δασκάλους μου περιορίζομαι σε ελάχιστα, γυμνά εδώ, ονόματα, μοιρασμένα στα τρία. Στο γυμνάσιο (Πειραματικό, της Θεσσαλονίκης βέβαια) με σφράγισαν ο Γιώργος Μιχαλόπουλος και ο Κώστας Μπότσογλου… (Δ. Ν. Μαρωνίτης, “Συρραφή”, εφημ. Το Βήμα, 12 Νοεμ. 2006)
K. Πανίδου
Μ. Καραμπίνη-Ιατρού
Μια μέρα του μήνα είναι επίσης αφιερωμένη για μια κοινή συνάντηση όλων των εκπαιδευτικών αυτού του σχολείου. Στη συνάντηση αυτή δίνονται λύσεις σε προβλήματα που ίσως παρουσιάστηκαν και ενημερώνεται το διδακτικό προσωπικό για θέματα που προέκυψαν ή θα προκύψουν. […] Οι μαθητές του Πειραματικού Σχολείου, εκτός από μία πολύ προσεγμένη παροχή γνώσεων, είχαν και μία θαυμάσια ιατρική παρακολούθηση. Ο σχολίατρος κ. Θεοφανίδης ήταν μέλος του διδακτικού προσωπικού. Εκτός από τη διδασκαλία του μαθήματος της υγιεινής στις τάξεις του Γυμνασίου είχε και την παρακολούθηση της υγείας των μαθητών. Έκαμνε παράλληλα όλα τα απαραίτητα εμβόλια, κρατούσε υπεύθυνα τα βιβλιάρια υγείας, συνεργαζόταν με τους γονείς των μαθητών και γενικά είχε την ευθύνη για κάθε τι που είχε σχέση με τον τομέα του. […]
Οι μαθητές του Γυμνασίου και οι καθηγητές είχαν μία ακόμη υποχρέωση. Να δεχθούν να εργαστούν κάποιες μέρες υποδειγματικά για χάρη των φοιτητών, οι οποίοι ερχόντουσαν με τον καθηγητή τους με σκοπό να δουν στην πράξη αυτά που θεωρητικά διδάχτηκαν. Ήταν μέρες κουραστικές βέβαια αλλά και απαραίτητες μια και αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκαν τα Πειραματικά σχολεία. (Κ. Πανίδου, Το Πειραματικό Σχολείο σε χρόνια περασμένα. 1962-1971 [ιδιόχειρες σημειώσεις])
Οι εποχές ήταν μυστήριες. Ίσως η υπερβολική δημοτική να ενοχλούσε τις αρχές. Κάπως έτσι απότομα είχαν διακοπεί και τα μαθήματα που κάναμε στο Πειραματικό Σχολείο, όπου έπρεπε να παρακολουθήσουμε μια υποδειγματική διδασκαλία ενός μαθήματος και κάποιοι από εμάς να ετοιμαστούμε και να παρουσιάσουμε ένα μάθημα για τους μαθητές. Εκεί, πάλι ο Αλέξης, κάτι είπε για τη δημοτική και γιατί είχε πάψει να διδάσκεται. Άρχισε ένας καβγάς με τον καθηγητή των παιδαγωγικών Ανδρέα Μιχαηλίδη-Νουάρο, τα μαθήματα διακόπηκαν ένεκα ανωτέρας βίας και πάλι, πήγαμε και μας υπέγραψε τα βιβλιάρια και ποτέ δεν προετοιμαστήκαμε ούτε διδάξαμε σε μαθητές γυμνασίου. (Μ. Καραμπίνη-Ιατρού, Μούσαις χάρισι θύε και Νέκυιαι, Θεσσαλονίκη, Ένεκεν, 2018, σ. 98)