Ποίημα:
Χθες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά.
Είχαμε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτω απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουν τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι…
[αποσπάσματα από το ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ του Γιάννη Ρίτσου ]
Η ποίηση όπως είπαμε είναι εικόνες ,εικόνες που ζωντανεύουν στο μυαλό μας. Κλείνουμε τα μάτια και ζωγραφίζουμε την εικόνα που έχω στο μυαλό μου.
Recent Comments